- ιππουρεύς
- ἱππουρεύς, ὁ (Α)1. είδος θαλάσσιου ψαριού2. το έντομο ίππουρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱππουρεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππουρεῖς — ἱππουρεύς masc acc pl ἱππουρεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππουρέα — ἱππουρέᾱ , ἱππουρεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)